- σουλούπι
- το, Νεξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ŭslup].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουλούπι — το (λ. τουρκ.), μορφή, σχήμα: Δε μου αρέσει το σουλούπι αυτού του αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασουλούπωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σουλούπι, δηλαδή καλή εξωτερική εμφάνιση, ο άκομψος, ο απεριποίητος 2. (για πράγματα) ο κακοφτιαγμένος … Dictionary of Greek
σουλουπώνω — Ν [σουλούπι] τακτοποιώ, βελτιώνω την εμφάνιση ενός προσώπου ή πράγματος, ευτρεπίζω … Dictionary of Greek
μορφή — η 1. η εξωτερική όψη, το σχήμα: Είχε κυλινδρική μορφή. 2. η όψη του ανθρώπου, το σουλούπι, το πρόσωπο: Η μορφή του με εντυπωσίασε. 3. μτφ., τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού, φάση εξέλιξης κάποιου οργανισμού ή γεγονότος: Η μορφή του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)